- φθοροποιός
- ά , ο [ός , όν ]1) губительный, пагубный, вредный; 2) развращающий; совращающий, обольщающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθοροποιός — causing destruction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιός — ά, ό / φθοροποιός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός μσν. αυτός που προκαλεί διακοπή τής κύησης αρχ. (με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + ποιός*] … Dictionary of Greek
φθοροποιός — ά, ό αυτός που προξενεί φθορά, καταστρεπτικός, ολέθριος: Φθοροποιές επιδράσεις των κακών συναναστροφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθοροποιόν — φθοροποιός causing destruction masc/fem acc sg φθοροποιός causing destruction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιοί — φθοροποιός causing destruction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιούς — φθοροποιός causing destruction masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιά — φθοροποιός causing destruction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιέ — φθοροποιός causing destruction masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιῷ — φθοροποιός causing destruction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοροποιώ — έω, Α [φθοροποιός] επιφέρω φθορά, είμαι φθοροποιός … Dictionary of Greek
гоубительныи — (6*) пр. Губительный, пагубный: и вьсьде лиха˫а ѣдь ѥсть || гѹбителъна. (φθοροποιός) Изб 1076, 239 об.–240; бѩше бо сквьрньна та и гѹбительна ехидьна. СбТр ХІI/ХІІІ, 38 об.; искоренѩѥть стра(с) гѹбителнѹю и неистовую. ПНЧ 1296, 103; тлѣнотворныи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)